- λέοντα
- λέωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λέοντα — Λέων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁ νεβρὸς τὸν λέοντα. — (ἕλοι). См. Дай Бог нашему теляти, да волка поймати … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔνα... ἀλλά λέοντα. — ἔνα... ἀλλά λέοντα. См. Редко, да метко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα γράφειν. — См. Знать зверя по когтям, да по ушам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λέονθ' — Λέοντα , Λέων masc acc sg Λέοντι , Λέων masc dat sg Λέοντε , Λέων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέονθ' — λέοντα , λέων masc acc sg λέοντι , λέων masc dat sg λέοντε , λέων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέοντ' — Λέοντα , Λέων masc acc sg Λέοντι , Λέων masc dat sg Λέοντε , Λέων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέοντ' — λέοντα , λέων masc acc sg λέοντι , λέων masc dat sg λέοντε , λέων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίσαυροι — Βυζαντινή δυναστεία, η οποία προερχόταν από την Ισαυρία (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας – παρότι τόπος γέννησης του ιδρυτή της δυναστείας, Λέοντα Γ’, ήταν η Γερμανικεία της Συρίας. Χάρη στα δύο πρώτα μέλη της, η δυναστεία των Ι. διαδραμάτισε ιδιαίτερο… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek